- προκαταθέω
- προκατα-θέω,A run down before, v.l. in X. An.6.3.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταθέω — Α τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»] … Dictionary of Greek
προκαταθείην — προκαταθέω run down before pres inf act (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταθήσεσθαι — προκαταθέω run down before fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)